sexcapade
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
sexcapade | sexcapades |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- sexcapade < συμφυρμός των sex + escapade
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈseks.kə.peɪd/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]sexcapade (en)
- (νεολογισμός, αργκό, ΗΠΑ) σεξουαλική εμπειρία ή δραστηριότητα που χαρακτηρίζεται από ρίσκο, περιπέτεια, υπερβολή
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- sexcapade - Cambridge Dictionary online