senior
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Επίθετο ή Ουσιαστικό
[επεξεργασία]- ανώτερος επίθ
- γηραιότερος επίθ, πρεσβύτερος επίθ, μεγαλύτερος επίθ, ηλικιωμένος μτχ πρκ, αρχαιότερος επίθ
- τελειόφοιτος επίθ ως ουσ