słuchać
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]słuchać (pl)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Σημειώσεις
[επεξεργασία]- το słuchać χρησιμοποιείται κυρίως με την έννοια του ακούω κάτι ή κάποιον προσέχοντας (και την έννοια του υπακούω) ενώ το słyszeć με την έννοια ότι κάτι ακούγεται γενικά
- słyszałem/am, że byłeś/aś na wakacjach na Krecie - άκουσα πως πήγες διακοπές στην Κρήτη
- nie mam ochoty słuchać tych bredni - δεν έχω όρεξη να ακούω αυτές τις βλακείες