roll

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
roll rolls

roll (en)

  1. (τρόφιμο) η κουλούρα (ψωμί)
     συνώνυμα: → δείτε τον όρο bread roll
  2. ο κατάλογος, επίσημη λίστα ονομάτων
    Electoral rolls are revised every January.
    Οι εκλογικοί κατάλογοι ανασυντάσσονται κάθε Γενάρη.
ενεστώτας roll
γ΄ ενικό ενεστώτα rolls
αόριστος rolled
παθητική μετοχή rolled
ενεργητική μετοχή rolling

roll (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) κυλάω, κινούμαι ομαλά σε τροχούς ή σαν σε τροχούς· κάνω κάτι να το κάνει αυτό
    The friction on the surface of the road makes the car roll forward.
    Η τριβή με την επιφάνεια του δρόμου κάνει το αυτοκίνητο να κυλάει προς τα εμπρός.
  2. (μεταβατικό) ανασκουμπώνω, ανασηκώνω, ανεβάζω, κατεβάζω, διπλώνω την άκρη ενός ρούχου κτλ. ξανά και ξανά πάνω του για να είναι πιο κοντή
    I am rolling up my sleeve to my elbows.
    Ανασκουμπώνω τα μανίκια ως τους αγκώνες.
    He rolled his sleeve up from his hand to his armpit and dipped it in the water.
    Ανασκούμπωσε το χέρι ως τη μασχάλη και το βούτηξε στο νερό.
    with the skirt rolled up to the knees - με ανασκουμπωμένο το φουστάνι ως τα γόνατα
    She rolled up her sleeves to clean/mop.
    Ανασκουμπώθηκε για να πλύνει/να σφουγγαρίσει.
    He rolled up his pants and crossed the river.
    Ανασήκωσε το παντελόνι του και πέρασε το ποτάμι.
    He rolled up his sleeves.
    Ανέβασε τα μανίκια του.
    I am rolling up my socks/my pants.
    Ανεβάζω τις κάλτσες μου/το παντελόνι μου.
    Roll down the sleeves a little.
    Κατέβασε λίγο τα μανίκια.

Παράγωγα

[επεξεργασία]