quilo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
quilo | quilos |
quilo (pt) αρσενικό
- το κιλό, το χιλιόγραμμο
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
quilo | quilos |
quilo (pt) αρσενικό