pulp
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]pulp (en)
- (μη μετρήσιμο, ενικός) ο πολτός, μια μαλακή υγρή ουσία που γίνεται ειδικά πιέζοντας δυνατά κάτι
- ⮡ The fruit in the blender becomes pulp.
- Τα φρούτα στο μπλέντερ γίνονται πολτός.
- ⮡ The fruit in the blender becomes pulp.
- (μη μετρήσιμο) ο πολτός, μια μαλακή ουσία που χρησιμοποιείται για την παραγωγή χαρτιού
- ⮡ Paper is manufactured through the special treatment of paper pulp.
- Το χαρτί κατασκευάζεται με ειδική επεξεργασία του πολτού της χαρτόμαζας.
- ⮡ Paper is manufactured through the special treatment of paper pulp.
- (ειδικά σε σύνθετα) της πεντάρας, για γραφή που είναι κακής ποιότητας, αλλά δημοφιλής και συχνά πολύκροτη
- ⮡ pulp magazines/literature - περιοδικά/φιλολογία της πεντάρας