psycho-
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- psycho- < (λόγιο δάνειο) αρχαία ελληνική ψυχο- ή μέσω της λατινικής: νεολατινική psycho- < ψυχή
Πρόθημα
[επεξεργασία]psycho-
- (λόγιο) για το σχηματισμό όρων που αφορούν τον ψυχικό και πνευματικό κόσμο του ανθρώπου
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Παράγωγα
[επεξεργασία]
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- psycho- < (λόγιο δάνειο) αρχαία ελληνική ψυχο- < ψυχή
Πρόθημα
[επεξεργασία]psycho- (en)
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Παράγωγα
[επεξεργασία]όπως ενδεικτικά
- psych-out
- psychasthenia
- psychedelia
- psychedelic
- psychiatric
- psychiatrist
- psychiatry
- psychic
- psychoacoustics
- psychoactive
- psychoanalysis
- psychoanalyze
- psychobabble
- psychobiography
- psychobiology
- psychochemical
- psychodrama
- psychodynamics
- psychogenesis
- psychogenic
- psychograph
- psychographics
- psychohistory
- psychoimmunology
- psychokinesis
- psycholinguistics
- psychological
- psychological moment
- psychological warfare
- psychologism
- psychologist
- psychologize
- psychology
- psychometrics
- psychometry
- psychomotor
- psychoneuroimmunology
- psychoneurosis
- psychopath
- psychopathic
- psychopathology
- psychopathy
- psychopharmacology
- psychophysics
- psychophysiology
- psychopomp
- psychosexual
- psychosis
- psychosocial
- psychosomatic
- psychosurgery
- psychotechnics
- psychotherapeutics
- psychotherapist
- psychotherapy
- psychotic
- psychotomimetic
- psychotronic
- psychotropic
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- psycho- < (λόγιο δάνειο) αρχαία ελληνική ψυχο- < ψυχή
Προφορά
[επεξεργασία]Πρόθημα
[επεξεργασία]psycho- (fr)
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Παράγωγα
[επεξεργασία]όπως ενδεικτικά
- psycho
- psychoaffectif
- psychoanaleptique
- psychobiographie
- psychobiologie
- psychobiologique
- psychochimie
- psychochimique
- psychochirurgical
- psychochirurgie
- psychochirurgien
- psychocritique
- psychodépresseur
- psychodépressif
- psychodiagnostic
- psychodramatique
- psychodrame
- psychodysleptique
- psychogène
- psychogenèse
- psychogénétique
- psychogénie
- psychogénique
- psychokinèse
- psychokinésie
- psycholeptique
- psycholinguiste
- psycholinguistique
- psychologie
- psychologique
- psychologiquement
- psychologisme
- psychologue
- psychomécanique
- psychomètre
- psychométricien
- psychométrie
- psychométrique
- psychomoteur
- psychomotricité
- psychopathe
- psychopathie
- psychopathologie
- psychopathologique
- psychopédagogie
- psychopédagogique
- psychopédagogue
- psychopharmacologie
- psychopharmacologique
- psychopharmacologue
- psychophysiologie
- psychophysiologique
- psychophysique
- psychoplasticité
- psychopompe
- psychoprophylactique
- psychoprophylaxie
- psychorééducateur
- psychorigide
- psychorigidité
- psychose
- psychosensoriel
- psychosensorimoteur
- psychosexuel
- psychosocial
- psychosociologie
- psychosociologique
- psychosociologue
- psychosomatique
- psychosystématique
- psychotechnicien
- psychotechnique
- psychotest
- psychothérapeute
- psychothérapie
- psychothérapique
- psychothérapeutique
- psychotique
- psychotonique
- psychotraumatique
- psychotrope
Κατηγορίες:
- Λόγια δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (διαγλωσσικοί όροι)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (διαγλωσσικοί όροι)
- Προέλευση λέξεων από τα νεολατινικά (διαγλωσσικοί όροι)
- Διαγλωσσικοί όροι
- Προθήματα (διαγλωσσικοί όροι)
- Λόγια δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Προθήματα (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Λόγια δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (γαλλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (γαλλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (γαλλικά)
- Γαλλική γλώσσα
- Προθήματα (γαλλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γαλλικά)