pom
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ρουμανικά
(ro)
[
επεξεργασία
]
Ουσιαστικό
[
επεξεργασία
]
pom
(ro)
αρσενικό
(
βοτανική
) το
δέντρο
Κλίση
[
επεξεργασία
]
κλίση του
pom
ενικός
πληθυντικός
αόριστη άρθρωση
οριστική άρθρωση
αόριστη άρθρωση
οριστική άρθρωση
ονομαστική
un
pom
pomul
nişte
pomi
pomii
γενική
a unui
pom
pomului
a unor
pomi
pomilor
δοτική
unui
pom
pomului
unor
pomi
pomilor
αιτιατική
un
pom
pomul
nişte
pomi
pomii
κλητική
—
-
—
-
Κατηγορίες
:
Ρουμανική γλώσσα
Ουσιαστικά (ρουμανικά)
Βοτανική (ρουμανικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Λήψη κωδικού QR
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Σε άλλα εγχειρήματα
Άλλες γλώσσες
Afrikaans
Azərbaycanca
Català
Deutsch
English
Esperanto
Español
Suomi
Français
Magyar
Ido
한국어
Kurdî
Кыргызча
Lombard
Lietuvių
Malagasy
မြန်မာဘာသာ
Nāhuatl
Plattdüütsch
Nederlands
Occitan
Polski
Português
Română
Русский
Sängö
Svenska
Тоҷикӣ
Türkçe
Vèneto
Tiếng Việt
粵語
中文