poisser

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

poisser (fr)

Un liquide noirâtre lui poissait les doigts. Ένα μαυριδερό υγρό έκανε τα χέρια του να κολλάνε.
Il s'est fait poisser par la police. Τον συνέλαβε η αστυνομία.

Συγγενικά

[επεξεργασία]