pointer
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
pointer | pointers |
pointer (en)
- δείκτης
- ένας από τους δείκτες ενός ρολογιού ή ο δείκτης (που μοιάζει με βελόνα) ενός αναλογικού οργάνου μέτρησης
- το λαγωνικό
- (κυρίως στον πληθυντικό) σύντομη και μικρή συμβουλή, υπόδειξη
- (πληροφορική), (GUI) ο δρομέας, ο κέρσορας, ο δείκτης
- (προγραμματισμός) δείκτης, είδος μεταβλητής
- ≈ συνώνυμα: reference
- υπώνυμα: dangling pointer, function pointer, null pointer
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- pointer στην αγγλική Βικιπαίδεια
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]pointer (fr)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Pages using the Phonos extension
- Λέξεις με επίθημα -er (αγγλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (αγγλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (αμερικανικά αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Πληροφορική (αγγλικά)
- Προγραμματισμός (αγγλικά)
- Γαλλική γλώσσα
- Ρήματα (γαλλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γαλλικά)