pocher

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

pocher (fr)

  1. βυθίζω ένα τρόφιμο για λίγο μέσα σε βραστό νερό
  2. ζωγραφίζω τις γενικές γραμμές, σκιτσάρω