outline
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
outline | outlines |
outline (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)
- το σχεδιάγραμμα, το διάγραμμα, μια περιγραφή των κύριων γεγονότων ή σημείων κάτι
- ↪ the outline of the essay - το σχεδιάγραμμα της έκθεσης
- ↪ the outline of a lecture/a play - το διάγραμμα μιας διάλεξης/ενός θεατρικού έργου
- ↪ He gave me a general outline of his plans.
- Μου έδωσε ένα γενικό διάγραμμα των σχεδίων του.
- το περίγραμμα
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | outline |
γ΄ ενικό ενεστώτα | outlines |
αόριστος | outlined |
παθητική μετοχή | outlined |
ενεργητική μετοχή | outlining |
outline (en)
- σχεδιάζω περίγραμμα
- σκιαγραφώ
- συνοψίζω
Πηγές
[επεξεργασία]- outline (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- outline (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 217. ISBN 9780194325684., λήμμα: διάγραμμα