outing
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
outing | outings |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]outing (en)
- η εκδρομή, ένα ταξίδι που πηγαίνω για αναψυχή ή εκπαίδευση, συνήθως με μια ομάδα ανθρώπων και δεν διαρκεί περισσότερο από μία ημέρα