nudge
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
nudge | nudges |
nudge (en)
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | nudge |
γ΄ ενικό ενεστώτα | nudges |
αόριστος | nudged |
παθητική μετοχή | nudged |
ενεργητική μετοχή | nudging |
nudge (en)
- (μεταβατικό) σκουντάω, σπρώχνω κάποιον ή κάτι ελαφρά ή σταδιακά προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση
- (μεταφορικά) παρακινώ, τσιγκλάω, ωθώ, κινητοποιώ, δίνω κίνητρα, "σπρώχνω"
Πηγές
[επεξεργασία]- nudge (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- nudge (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 801. ISBN 9780194325684., λήμμα: σκούντημα, σκουντώ