motherhood

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
motherhood < mother + -hood

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

motherhood (en)

  1. η μητρότητα
  2. οι μητέρες ως σύνολο