meio-tempo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
meio-tempo | meios-tempos |
meio-tempo (pt) αρσενικό
- (αθλητισμός) το ημίχρονο
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
meio-tempo | meios-tempos |
meio-tempo (pt) αρσενικό