mən

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
mən < (κληρονομημένο) παλαιά τουρκική 𐰢𐰤 (men, εγώ)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /mæn/

Αντωνυμία

[επεξεργασία]

mən (az)

Προσωπικές αντωνυμίες
ενικός
Πτώση Α' πρόσωπο Β' πρόσωπο Γ' πρόσωπο
ονομαστική mən sən o
αιτιατική məni səni onu
δοτική mənə sənə ona
τοπική məndə səndə onda
αφαιρετική məndən səndən ondan
κτητική mənim sənin onun
πληθυντικός
ονομαστική biz siz onlar
αιτιατική bizi sizi onları
δοτική bizə sizə onlara
τοπική bizdə sizdə onlarda
αφαιρετική bizdən sizdən onlardan
κτητική bizim sizin onların

Παράγωγα

[επεξεργασία]