loko
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | loko | lokoj |
αιτιατική | lokon | lokojn |
loko (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | loko | lokoj |
αιτιατική | lokon | lokojn |
loko (eo)