line up
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | line up |
γ΄ ενικό ενεστώτα | lines up |
αόριστος | lined up |
παθητική μετοχή | lined up |
ενεργητική μετοχή | lining up |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]line up (en)