lima
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]lima (it) θηλυκό
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- lima < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *lei-
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]lima (la) θηλυκό
Κλίση
[επεξεργασία]αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | lima | limae |
γενική | limae | limārum |
δοτική | limae | limīs |
αιτιατική | limam | limās |
κλητική | lima | limae |
αφαιρετική | limā | limīs |
Μαλαϊκά (ms)
[επεξεργασία]Αριθμητικό
[επεξεργασία]lima (ms)