lens
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
lens | lenses |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]lens (en)
- (οπτική) φακός
- corrective lens - διορθωτικός φακός
- contact lens - φακός επαφής
- (ανατομία) ο φακός του ματιού
- γένος οσπρίων που περιλαμβάνει και τη φακή
Πηγές
[επεξεργασία]
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]lens (it)
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- lens < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα, συγγενές με το (γερμανικά) Linse και το (αρχαία ελληνική) λάθυρος
Ουσιαστικό 1
[επεξεργασία]lens (la) θηλυκό
Συγγενικά
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία]αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | lens | lentēs |
γενική | lentis | lentium |
δοτική | lentī | lentibus |
αιτιατική | lentem | lentēs |
κλητική | lens | lentēs |
αφαιρετική | lente | lentibus |
Ουσιαστικό 2
[επεξεργασία]lens (la) θηλυκό
Κλίση
[επεξεργασία]αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | lens | lendēs |
γενική | lendis | lendium |
δοτική | lendī | lendibus |
αιτιατική | lendem | lendēs |
κλητική | lens | lendēs |
αφαιρετική | lende | lendibus |