lam
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αφρικάανς (af)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]lam (af)
Δανικά (da)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]lam (da)
Νορβηγικά (no)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]lam (no)
Ολλανδικά (nl)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]lam (nl)