italiano
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ισπανικά (es)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]italiano (es)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]italiano (es)
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- italiano < παράγωγο του Italia
Επίθετο
[επεξεργασία]italiano (it)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | italiano | italiani |
θηλυκό | italiana | italiane |
italiano (it)
- (εθνικό όνομα) ο Ιταλός
- (γλώσσα) ιταλικά
Πορτογαλικά (pt)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | italiano | italianos |
θηλυκό | italiana | italianas |
italiano (pt)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | italiano | italianos |
θηλυκό | italiana | italianas |
italiano (pt)
Κατηγορίες:
- Ισπανική γλώσσα
- Επίθετα (ισπανικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ισπανικά)
- Ουσιαστικά (ισπανικά)
- Εθνικά ονόματα (ισπανικά)
- Γλώσσες (ισπανικά)
- Ιταλική γλώσσα
- Επίθετα (ιταλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ιταλικά)
- Ουσιαστικά (ιταλικά)
- Εθνικά ονόματα (ιταλικά)
- Γλώσσες (ιταλικά)
- Πορτογαλική γλώσσα
- Επίθετα (πορτογαλικά)
- Ουσιαστικά (πορτογαλικά)
- Γλώσσες (πορτογαλικά)
- Εθνικά ονόματα (πορτογαλικά)