introvert
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | introvert |
συγκριτικός | more introvert |
υπερθετικός | most introvert |
introvert (en)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
introvert | introverts |
introvert (en)
- ο ενδοστρεφής τύπος
- ↪ He is an introvert.
- Είναι ενδοστρεφής τύπος.
- ↪ He is an introvert.
Πηγές
[επεξεργασία]- introvert (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- introvert (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 291. ISBN 9780194325684., λήμμα: ενδοστρεφής