incidência

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

incidência (pt) < από το λατινικό incidentia

ενικός πληθυντικός
incidência incidências

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

incidência (pt)

  1. επίπτωση, στατιστική πιθανότητα, αριθμός κρουσμάτων με συγκεκριμένο τρόπο καταγραφής
  2. η πτώση μέσα (π.χ. το φως από το παράθυρο)