immediately

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
immediately < immediate + -ly

Επίρρημα

[επεξεργασία]

immediately (en) (χωρίς παραθετικά)

  1. αμέσως, πάραυτα, την ίδια στιγμή, χωρίς καθυστέρηση
    We need you immediately.
    Σε χρειαζόμαστε αμέσως.
    Come here immediately!
    Έλα εδώ αμέσως!
     συνώνυμα:  at once, instantly, now, on the spot, promptly, pronto, right away, right now, stat, straight away, this instant και urgently
  2. (συνήθως με προθέσεις) αμέσως, ευθύς, δίπλα ή πολύ κοντά σε ένα συγκεκριμένο μέρος ή χρόνο
    immediately below/above - αμέσως παρακάτω/παραπάνω
    immediately after the crisis - αμέσως μετά την κρίση
    The meeting started immediately after the prime minister’s arrival.
    Η συνεδρίαση άρχισε ευθύς μετά την άφιξη του πρωθυπουργού.
     συνώνυμα:  directly, right και straight