humanity

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
humanity humanities

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

humanity (en)

  1. (μη μετρήσιμο) η ανθρωπότητα, το σύνολο των ανθρώπων
    ⮡  Peace is the ideal of all humanity.
    Η ειρήνη είναι το ιδανικό όλης της ανθρωπότητας.
  2. (μη μετρήσιμο) η ανθρώπινη φύση
  3. (μη μετρήσιμο) η ανθρωπιά
    ⮡  We treat animals and people with humanity.
    Μεταχειριζόμαστε ζώα κι ανθρώπους με ανθρωπιά.
  4. (μόνο πληθυντικός) οι ανθρωπιστικές σπουδές