humanity
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
humanity | humanities |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]humanity (en)
- (μη μετρήσιμο) η ανθρωπότητα, το σύνολο των ανθρώπων
- ⮡ Peace is the ideal of all humanity.
- Η ειρήνη είναι το ιδανικό όλης της ανθρωπότητας.
- ⮡ Peace is the ideal of all humanity.
- (μη μετρήσιμο) η ανθρώπινη φύση
- (μη μετρήσιμο) η ανθρωπιά
- ⮡ We treat animals and people with humanity.
- Μεταχειριζόμαστε ζώα κι ανθρώπους με ανθρωπιά.
- ⮡ We treat animals and people with humanity.
- (μόνο πληθυντικός) οι ανθρωπιστικές σπουδές