hardly
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίρρημα
[επεξεργασία]hardly (en)
- μόλις που, σχεδόν καθόλου
- δύσκολα, μετά βίας, χρησιμοποιείται για να τονίσει ότι είναι δύσκολο να κάνεις κάτι
- ↪ You can hardly justify such behavior.
- Δύσκολα μπορείς να δικαιολογήσεις τέτοια συμπεριφορά.
- ↪ He can hardly read.
- Μετά βίας μπορεί να διαβάσει.
- ↪ You can hardly justify such behavior.
- κάθε άλλο, χρησιμοποιείται για να υποδηλώνει ότι κάτι είναι απίθανο ή παράλογο ή ότι κάποιος είναι ανόητος που λέει ή κάνει κάτι
Πηγές
[επεξεργασία]- hardly - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 78. ISBN 9780194325684., λήμμα: αντιληπτός