fouillis
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
fouillis | fouillis |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]fouillis (fr) αρσενικό
- η ανακατωσούρα, η ακαταστασία, το συνονθύλευμα
Συνώνυμα
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη pagaille