fl.

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
fl.: λατινική floruit (άνθησε) 3ο πρόσωπο ενικού παρακειμένου του floreo (ανθώ)

Συντομομορφή

[επεξεργασία]

fl. συντομογραφία

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]