fertiliser
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
fertiliser | fertilisers |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]fertiliser (en) (βρετανική γραφή)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το λίπασμα
- ↪ natural/chemical fertilisers - φυσικά/χημικά λιπάσματα
- ↪ Manure is the best fertiliser for plants.
- Η κοπριά είναι το καλύτερο λίπασμα για τα φυτά.
Άλλες γραφές
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- fertiliser < fertile
Ρήμα
[επεξεργασία]fertiliser (fr)