faon
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
faon | faons |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- faon' < πρώην γαλλική feün, foün
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]faon (fr) αρσενικό
- το ελαφάκι