exult
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | exult |
γ΄ ενικό ενεστώτα | exults |
αόριστος | exulted |
παθητική μετοχή | exulted |
ενεργητική μετοχή | exulting |
Ρήμα
[επεξεργασία]exult (en)
- είμαι περιχαρής