exemplatif
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | exemplatif | exemplatifs |
θηλυκό | exemplative | exemplatives |
Επίθετο
[επεξεργασία]exemplatif (fr)
- (Βέλγιο) (Μπουρούντι) παραδειγματικός, που αφορά ένα παράδειγμα
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη exemple