ella

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ella < θηλυκό του él

Αντωνυμία

[επεξεργασία]

ella (es)

προσωπικές αντωνυμίες στα ισπανικά
αριθμός πρόσωπο γένος ονομαστική αιτιατική δοτική αυτοπαθής τονιζόμενη
ενικός 1ο yo me
2ο te ti
3ο αρσενικό él lo le se él
θηλυκό ella la ella
πληθυντικός 1ο αρσενικό nosotros nos nosotros
θηλυκό nosotras nosotras
2ο αρσενικό vosotros os vosotros
θηλυκό vosotras vosotras
3ο αρσενικό ellos los les se ellos
θηλυκό ellas las ellas