elbow
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
elbow | elbows |
elbow (en)
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | elbow |
γ΄ ενικό ενεστώτα | elbows |
αόριστος | elbowed |
παθητική μετοχή | elbowed |
ενεργητική μετοχή | elbowing |
elbow (en)
- διαγκωνίζομαι, περνάω σπρώχνοντας
- ⮡ They elbowed their way through (the crowd) to see who would be first to shake the winner’s hand.
- Διαγκωνίζονται ποιος θα σφίξει πρώτος το χέρι του νικητή.
- ⮡ He elbowed his way through the crowd.
- Πέρασε μέσα από το πλήθος σπρώχνοντας.
- ⮡ They elbowed their way through (the crowd) to see who would be first to shake the winner’s hand.
Πηγές
[επεξεργασία]- elbow (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- elbow (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 692-695. ISBN 9780194325684., λήμμα: περνώ