cove

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

cove (en)

  1. σπήλαιο, όρμος, λιμανάκι, αραξοβόλι
  2. χαράδρα, φαράγγι
  3. (αρχιτεκτονική) αψίδα, καμάρα, θόλος

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

cove (ca) < λατινική λέξη cophinus < μεσαιωνική ελληνική λέξη κοφίνιν < αρχαία ελληνική κόφινος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

cove (ca) αρσενικό

  1. μεγάλο καλάθι