control
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- control < (κληρονομημένο) μέση αγγλική controllen < (άμεσο δάνειο) παλαιά γαλλική contrerole[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /kənˈtɹəʊl/ & /kənˈt(ʃ)ɹoʊl/
- ⓘ
- τυπογραφικός συλλαβισμός : con‐trol
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
control | controls |
control (en)
- (μη μετρήσιμο) ο έλεγχος, η εξουσία του να παίρνω αποφάσεις σχετικά με τον τρόπο λειτουργίας μιας χώρας, μιας περιοχής, ενός οργανισμού κτλ.
- ⮡ The country that put its neighboring lands under its control was condemned.
- Καταδικάστηκε η χώρα που έθεσε υπό τον έλεγχό της τα γειτονικά εδάφη.
- ⮡ They have control over a province.
- Έχουν εξουσία πάνω σε μια επαρχία.
- ⮡ The country that put its neighboring lands under its control was condemned.
- (μη μετρήσιμο) ο έλεγχος, η επιβολή, η ικανότητα να κάνω κάποιον ή κάτι να κάνει αυτό που θέλω
- ⮡ He lost control of the car and fell off the cliff.
- Έχασε τον έλεγχο του αυτοκινήτου και έπεσε στον γκρεμό.
- ⮡ They have no control over the children.
- Δεν έχουν επιβολή στα παιδιά.
- ⮡ He lost control of the car and fell off the cliff.
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο, συνήθως σε σύνθετα) ο έλεγχος, η ενέργεια του να ελέγχω ή του να περιορίζω κάτι· μια μέθοδο για να γίνει αυτό
- ⮡ gun/crime control - έλεγχος των εξοπλισμών/της εγκληματικότητας
- η ρύθμιση
- η διακυβέρνηση
- (πληροφορική) στο πληκτρολόγιο πλήκτρο τροποποίησης (modifier key)
- συντομογραφίες: ctrl, Ctrl, CTRL
- δείτε επίσης: Control+C
- δείτε επίσης: Control key στην αγγλική Βικιπαίδεια
- (πληροφορική, GUI) βλ. συνώνυμο: widget (γραφικό στοιχείο)
Εκφράσεις
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | control |
γ΄ ενικό ενεστώτα | controls |
αόριστος | controlled |
παθητική μετοχή | controlled |
ενεργητική μετοχή | controlling |
control (en)
- ελέγχω
- ⮡ Do you control the system?
- Εσύ ελέγχεις το σύστημα;
- ⮡ The project’s finances are tightly controlled.
- Τα οικονομικά του έργου ελέγχονται αυστηρά.
- ⮡ Do you control the system?
- ρυθμίζω
- κυβερνώ
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τη μέση αγγλική (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τη μέση αγγλική (αγγλικά)
- Δάνεια από τα παλαιά γαλλικά (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα παλαιά γαλλικά (αγγλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (αγγλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (αμερικανικά αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Πληροφορική (αγγλικά)
- Ρήματα (αγγλικά)
- Ρήματα που κλίνονται όπως το 'stop' (αγγλικά)