command
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
command | commands |
command (en)
- η εντολή, η προσταγή, η διαταγή
- (πληροφορική) εντολή που δίδεται σε λειτουργικό σύστημα (shell command) ή σε ένα πρόγραμμα ή γενικότερα σε ηλεκτρονικό υπολογιστή για να εκτελέσει κάποια λειτουργία
- συντομογραφία: cmd
- ≈ συνώνυμα: shell command
- → δείτε και τις λέξεις instruction και statement
- δείτε επίσης: Command (computing) στην αγγλική Βικιπαίδεια
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | command |
γ΄ ενικό ενεστώτα | commands |
αόριστος | commanded |
παθητική μετοχή | commanded |
ενεργητική μετοχή | commanding |
command (en)
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- command στην αγγλική Βικιπαίδεια