caducifolié
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | caducifolié | caducifoliés |
θηλυκό | caducifoliée | caducifoliées |
Επίθετο
[επεξεργασία]caducifolié (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | caducifolié | caducifoliés |
θηλυκό | caducifoliée | caducifoliées |
caducifolié (fr)