bananas
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]bananas (en)
Επίθετο
[επεξεργασία]bananas (en)
- (αργκό) τρελαίνω, τρελαίνομαι
- ↪ The headache was driving me bananas.
- Με τρέλανε ο πονοκέφαλος.
- ↪ I am not bananas enough to sell the plot of land for a piece of bread.
- Δεν τρελάθηκα να πουλήσω το οικόπεδο για ένα κομμάτι ψωμί.
- ↪ The headache was driving me bananas.
Εκφράσεις
[επεξεργασία]
Λιθουανικά (lt)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]bananas (lt)
- η μπανάνα