away

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίρρημα

[επεξεργασία]

away (en) (χωρίς παραθετικά)

  1. μακριά, σε απόσταση από κάποιον ή κάτι στο χώρο ή στο χρόνο
    The noise could be heard from a mile away.
    Η φασαρία ακουγόταν από ένα μίλι.
  2. λείπω, εκτός, δεν είμαι παρών
    My father is away in Paris.
    Ο πατέρας μου λείπει στο Παρίσι.
    I will be away for 5 minutes.
    Θα λείψω για 5 λεπτά.
    He is away from the office.
    Είναι εκτός γραφείου.
     συνώνυμα: out
  3. συνεχίζω να κάνω κάτι, χρησιμοποιείται μετά από ρήματα για να πει ότι κάτι γίνεται συνέχεια ή με μεγάλη ενεργητικότητα
    He was knocking away at the door with all his might.
    Συνέχισε να χτυπάει την πόρτα μ' όλη του τη δύναμη.
    Midnight came and they were still chatting away.
    Ήρθαν μεσάνυχτα κι αυτοί συνέχιζαν ακόμα την κουβέντα τους.

Παράγωγα

[επεξεργασία]

όπως

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]