arrogant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | arrogant |
συγκριτικός | more arrogant |
υπερθετικός | most arrogant |
Επίθετο
[επεξεργασία]arrogant (en)
- αλαζονικός, υπεροπτικός, περήφανος, υπερήφανος, ψηλομύτης, επηρμένος, ματαιόδοξος, ακατάδεχτος, φαντασμένος, αγέρωχος
- ↪ an arrogant manner - αλαζονικός τρόπος
- ↪ arrogant behavior - υπεροπτική συμπεριφορά
- ↪ an arrogant person - επηρεμένος άνθρωπος
- ↪ He got some money and thought that he became someone, the arrogant man.
- Έπιασε μερικά λεφτά και νόμισε πως έγινε κάποιος, ο φαντασμένος.
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Υπώνυμα
[επεξεργασία]Υπερώνυμα
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη humble
Σύνθετα
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- arrogant - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 29. ISBN 9780194325684., λήμμα: αλαζονικός
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | arrogant | arrogants |
θηλυκό | arrogante | arrogantes |
arrogant (fr)