apex
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
apex | apices / apexes |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- apex > (λόγιο δάνειο) λατινική apex
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]apex (en)
- η κορυφή
- η αποκορύφωση, το αποκορύφωμα
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- apex - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.