allodial

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
ενικός πληθυντικός
allodial allodiaux

allodial (fr) αρσενικό

  1. κάτοχος ενός χωραφιού που δεν υπόκειται σε ηγεμονικά δικαιώματα ή φόρους
  2. ιδιοκτησία που δεν υπόκειται σε ηγεμονικά δικαιώματα ή φόρους

Επίθετο

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό allodial allodiaux
θηλυκό allodiale allodiales

allodial (fr)

  1. (κατά τη φεουδαρχία, σχετικά με ένα χωράφι) που δεν υπόκειται σε ηγεμονικά δικαιώματα ή φόρους

Συγγενικά

[επεξεργασία]