aegroto

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
aegroto < (λατινικά) aegrotus (la) < (λατινικά) aeger (la) (=άρρωστος)

aegroto (la) (aegrōtō1, aegrōtāvī, aegrōtātum, aegrōtāre)