administrator

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Administrator, administrátor, administratör
Wikipedia logo
Wikipedia logo
Η en.Βικιπαίδεια έχει άρθρο για το θέμα:

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
administrator < (κληρονομημένο) μέση αγγλική administratour (διαχειριστής) < είτε από την αγγλονορμανδική ,[1] είτε από την παλαιά γαλλική administrateur ή απευθείας από τη λατινική administrātor (διευθυντής, διαχειριστής)[2] < administrō (διαχειρίζομαι, κυβερνώ).

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ədˈmɪn.ɪ.streɪ.tər/ (βρετανικό)
ΔΦΑ : /ədˈmɪn.ə.streɪ.t̬ɚ/ (ΗΠΑ)
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
administrator administrators

administrator (en) (σπάνιο θηλυκό: administratress ή administratrix ή administratrice)

  1. ο διαχειριστής, η διαχειρίστρια
    ⮡  administrator of a company - διαχειριστής εταιρείας
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη boss
  2. (πληροφορική) ο διαχειριστής συστήματος ή υποσυστήματος πληροφορικής
    σύντμηση: admin
  3. (νομικός όρος, Αυστραλία, βρετανική σημασία) οικονομικός διαχειριστής που διορίζεται από ένα δικαστήριο σε μία χρεωκοπημένη εταιρεία για να προσπαθήσει να βελτιώσει την οικονομική της κατάσταση ώστε να διατηρηθεί σε λειτουργία
    Δείτε επίσης: admr, liquidator, receiver

Άλλες γραφές

[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. administrator - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)
  2. administrator - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

administrator (bs)



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
administrator < λατινική administrātor

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ad.mi.ɲisˈtra.tɔr/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

administrator (pl) αρσενικό

  1. ο διοικητής
  2. ο διαχειριστής



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

administrator (sr)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

administrator (sh) αρσενικό