acompanhar
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]acompanhar (pt) < από το απαρέμφατο της λατινικής accompaniare
Ρήμα
[επεξεργασία]acompanhar (pt)
- κάνω συντροφιά, παρέα
- συνοδεύω