abikonuso
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | abikonuso | abikonusoj |
αιτιατική | abikonuson | abikonusojn |
abikonuso (eo)
- κουκουνάρα από έλατο