abaca
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- abaca < (άμεσο δάνειο) ισπανική abacá, λέξη των Φιλιππίνων
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
abaca | abacas |
abaca (fr) θηλυκό
- μπανανιά των Φιλιππίνων από την οποία γίνεται η κάνναβη της Μανίλλας, υλικό που χρησιμοποιείται στην υφαντουργία